- πολυαγάπητος
- πολῠ-ᾰγάπητος [pron. full] [γᾰ], ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυαγάπητος — much beloved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαγάπητος — η, ο / πολυαγάπητος, ον, ΝΜΑ, πολλοαγάπητος, ον, Α ο πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀγαπητός] … Dictionary of Greek
πολυαγάπητος — η, ο αυτός που αγαπιέται πολύ, που τον αγαπούν πολλοί: Είναι πολυαγάπητος στην παρέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυαγάπητον — πολυαγάπητος much beloved masc/fem acc sg πολυαγάπητος much beloved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλοαγάπητος — ον, Α βλ. πολυαγάπητος … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυαγαπώ — άω, Ν 1. αγαπώ κάποιον ή κάτι πολύ, υπεραγαπώ 2. (ως θηλ. ουσ.) η πολυαγαπώ η πολυαγαπημένη 3. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πολυαγαπημένος, η, ο πολυαγάπητος … Dictionary of Greek
φιλτάτιον — τὸ, Α [φίλτατος] (κωμ. υποκορ.) πολυαγαπητός … Dictionary of Greek
πολυπόθητος — η, ο ο πολυαγάπητος, ο πολύ επιθυμητός, αλλ. πολύπαθος: Θέλω να δω τη μάνα μου την πολυπόθητή μου (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)